εναιώρημα

εναιώρημα
Βλ. λ. αιώρημα.
* * *
το (Α ἐναιώρημα)
1. αυτό που αιωρείται μέσα ή επιπλέει στην επιφάνεια υγρού
2. (φαρμ.) διάλυμα στερεάς ουσίας που τα μόριά της δεν διαλύονται στο υγρό αλλά μετεωρίζονται μέσα σε αυτό
3. ιατρ. το εξωτερικό μέρος συσκευής που εκτείνει σπασμένο μέλος τού σώματος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἐναιώρημα — suspended matter neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιώρημα ή εναιώρημα — Ετερογενές σύστημα μεταξύ ουσιών υγρών, στερεών ή αερίων όπου ενυπάρχουν πάντοτε δύο φάσεις, που αποτελούνται αντίστοιχα από ένα υλικό που διασπείρεται (υγρή ή αέρια μάζα) και τη διασπειρόμενη ουσία (υγρή ή στερεή μάζα, βλ. λ. διασπορά,… …   Dictionary of Greek

  • ασβέστου, γάλα — Εναιώρημα του υδροξειδίου του ασβεστίου Ca(OH)2 σε νερό. Επειδή o σβησμένος ασβέστης ή υδροξείδιο του ασβεστίου παρασκευάζεται με σβήσιμο του ενεργού ασβέστη με νερό, είναι λίγο διαλυτός στο νερό (ασβεστόνερο) και γι’ αυτό κατά κανόνα προτιμάται… …   Dictionary of Greek

  • ἐναιωρημάτων — ἐναιώρημα suspended matter neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναιωρήμασι — ἐναιώρημα suspended matter neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναιωρήμασιν — ἐναιώρημα suspended matter neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναιωρήματα — ἐναιώρημα suspended matter neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναιωρήματι — ἐναιώρημα suspended matter neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναιωρήματος — ἐναιώρημα suspended matter neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυμερή — Προϊόντα που προκύπτουν από την ένωση δύο ή περισσότερων μορίων μονομοριακών ενώσεων. Συνήθως η ένωση δύο, τριών ή τεσσάρων μορίων δηλώνεται, αντίστοιχα, με τους όρους «διμερή», «τριμερή», «τετραμερή» κλπ., ενώ η ονομασία πολυμερή (ακόμα και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”